σιταγορά

σιταγορά
η, Ν
χώρος αγοραπωλησίας σιταριού και άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + αγορά. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. σιταγοραί, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • Αλφιτόπολις, αγορά — Ονομασία που είχαν στην αρχαιότητα η αλευραγορά και σιταγορά της Αθήνας και εκείνη του Πειραιά. Η πρώτη βρισκόταν κοντά στη Μακρά Στοά της μεγάλης αγοράς και η δεύτερη στη θέση της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη …   Dictionary of Greek

  • Γουίνιπεγκ — (Winnipeg). Πόλη (635.093 κάτ. το 2002) του νότιου Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας Μανιτόμπα. Βρίσκεται σε μια περιοχή ελαφρώς κυματοειδή, στη συμβολή του ποταμού Εσίνιμποϊν με τον Ρεντ Ρίβερ, 65 χλμ. από την ομώνυμη της πόλης λίμνη. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”